- φλουοκερίνης
- και φλουοκερίτης, ο, Ν(ορυκτ.) φθοριούχο ορυκτό τού δημητρίου, τού λανθανίου και τού νεοδυμίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fluocerine / fluocerite < fluo- (< fluor- < νεολατ. fluor «είδος μετάλλου») + cerine / cerite (βλ. κερίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.